αλληλαδέλφι

αλληλαδέλφι
και -ρφι, το [αλληλάδελφος]
1. ετεροθαλής αδελφός, μηλαδέρφι
2. δίδυμος αδελφός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλληλάδελφος — ο ετεροθαλής αδελφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) + αδελφός. ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλαδέλφι, αλληλαδελφώνομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”